Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμετρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμμορία
-
συμμετοχή
-
συμμετέχω
-
συμμετάσχω
-
συμμετέχων
-
συμμαχία
)
Συνώνυμα
αρμονία
ισορροπία
αναλογία
3
Αντώνυμα
ασυμμετρία
ανισορροπία
δυσαρμονία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα ενός αντικειμένου ή σχήματος να έχει ίσα μέρη σε σχέση με έναν άξονα ή κέντρο.
Η αναλογία και η αρμονία μεταξύ των μερών ενός συνόλου.
2
Παραδείγματα
Η συμμετρία στη φύση είναι εμφανής στα φύλλα των δέντρων.
Το κτίριο σχεδιάστηκε με μεγάλη προσοχή στη συμμετρία των προσόψεών του.
2