Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμφωνήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμφωνώ
-
συμφωνία
-
συμφωνούμε
-
συμφωνείτε
-
συμφωνικός
-
συμφωνητικό
)
Συνώνυμα
συγκατατίθεμαι
ομολογώ
εγκρίνω
3
Αντώνυμα
διαφωνώ
αντιτίθεμαι
αρνούμαι
3
Ορισμός
Να εκφράσω την έγκρισή μου ή την αποδοχή μου για κάτι.
Να καταλήξω σε κοινή γνώμη με κάποιον άλλο.
2
Παραδείγματα
Συμφώνησα να τον βοηθήσω με το πρότζεκτ.
Μετά από ώρες συζήτησης, συμφωνήσαμε στο να πάμε διακοπές στο νησί.
2