1. Λέξη
    συμφωνήσω (ρήμα) - (παρόμοια: συμφωνώ - συμφωνία - συμφωνούμε - συμφωνείτε - συμφωνικός - συμφωνητικό)
  2. Συνώνυμα
    • συγκατατίθεμαι
    • ομολογώ
    • εγκρίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνώ
    • αντιτίθεμαι
    • αρνούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να εκφράσω την έγκρισή μου ή την αποδοχή μου για κάτι.
    • Να καταλήξω σε κοινή γνώμη με κάποιον άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συμφώνησα να τον βοηθήσω με το πρότζεκτ.
    • Μετά από ώρες συζήτησης, συμφωνήσαμε στο να πάμε διακοπές στο νησί.
    2