Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναρπαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σπαστικός
-
συνθετικός
-
αστικός
-
σχολαστικός
-
σαρκαστικός
-
συναισθηματικός
)
Συνώνυμα
συγκινητικός
εξαιρετικός
συναρπαστικός
3
Αντώνυμα
βαρετός
ανιαρός
μονότονος
3
Ορισμός
Που προκαλεί έντονο ενδιαφέρον ή συγκίνηση.
Που απορροφά την προσοχή και ενθουσιάζει.
2
Παραδείγματα
Η ταινία ήταν τόσο συναρπαστική που δεν μπορούσα να σταματήσω να την βλέπω.
Το βιβλίο είχε μια συναρπαστική πλοκή που με κράτησε ξύπνιο μέχρι τα ξημερώματα.
2