1. Λέξη
    συναρπαστικός (επίθετο) - (παρόμοια: σπαστικός - συνθετικός - αστικός - σχολαστικός - σαρκαστικός - συναισθηματικός)
  2. Συνώνυμα
    • συγκινητικός
    • εξαιρετικός
    • συναρπαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • βαρετός
    • ανιαρός
    • μονότονος
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί έντονο ενδιαφέρον ή συγκίνηση.
    • Που απορροφά την προσοχή και ενθουσιάζει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ταινία ήταν τόσο συναρπαστική που δεν μπορούσα να σταματήσω να την βλέπω.
    • Το βιβλίο είχε μια συναρπαστική πλοκή που με κράτησε ξύπνιο μέχρι τα ξημερώματα.
    2