Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεπάγομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεχίζομαι
-
συνεργάζομαι
-
συνδέομαι
-
συνέρχομαι
)
Συνώνυμα
προϋποθέτω
σημαίνω
ενέχω
3
Αντώνυμα
αποκλείω
διαψεύδω
2
Ορισμός
Να έχω κάτι ως συνέπεια ή να το συμπεριλαμβάνω αναγκαστικά.
Να εξάγω ένα συμπέρασμα ή μια λογική συνέπεια.
2
Παραδείγματα
Η απόφαση αυτή συνεπάγεται μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση της εταιρείας.
Από τα δεδομένα συνεπάγεται ότι η ποιότητα του προϊόντος έχει βελτιωθεί.
2