1. Λέξη
    συνεπάγομαι (ρήμα) - (παρόμοια: συνεχίζομαι - συνεργάζομαι - συνδέομαι - συνέρχομαι)
  2. Συνώνυμα
    • προϋποθέτω
    • σημαίνω
    • ενέχω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλείω
    • διαψεύδω
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω κάτι ως συνέπεια ή να το συμπεριλαμβάνω αναγκαστικά.
    • Να εξάγω ένα συμπέρασμα ή μια λογική συνέπεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η απόφαση αυτή συνεπάγεται μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση της εταιρείας.
    • Από τα δεδομένα συνεπάγεται ότι η ποιότητα του προϊόντος έχει βελτιωθεί.
    2