1. Συνώνυμα
    • επαναλαμβάνομαι
    • εξακολουθούμαι
    • διατηρούμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • διακόπτομαι
    • τερματίζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να συνεχίζω να υπάρχω ή να γίνομαι.
    • Να παραμένω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    • Να μην σταματώ ή να μην διακόπτομαι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η συνάντηση συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ.
    • Ο πόνος συνεχίστηκε για πολλές ώρες.
    • Η παράδοση συνεχίζεται από γενιά σε γενιά.
    3