Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεχίζω
-
συνεργάζομαι
-
συναγωνίζομαι
-
συνεπάγομαι
-
συνεχίσω
-
σκίζομαι
-
συμμερίζομαι
-
συνδέομαι
-
συνέρχομαι
-
σχετίζομαι
-
στηρίζομαι
-
σκοτίζομαι
)
Συνώνυμα
επαναλαμβάνομαι
εξακολουθούμαι
διατηρούμαι
3
Αντώνυμα
σταματώ
διακόπτομαι
τερματίζομαι
3
Ορισμός
Να συνεχίζω να υπάρχω ή να γίνομαι.
Να παραμένω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
Να μην σταματώ ή να μην διακόπτομαι.
3
Παραδείγματα
Η συνάντηση συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ.
Ο πόνος συνεχίστηκε για πολλές ώρες.
Η παράδοση συνεχίζεται από γενιά σε γενιά.
3