Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεργείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνεργός
-
συνεργασία
-
συνεργαστώ
-
συνεργάτης
-
συνεργάσιμη
-
συνεργάσιμος
-
συνεργάζομαι
)
Συνώνυμα
εργαστήριο
αποθήκη
χώρος εργασίας
3
Αντώνυμα
κατοικία
διαμέρισμα
σπίτι
3
Ορισμός
Χώρος όπου γίνονται εργασίες, συνήθως μηχανικές ή κατασκευαστικές.
Κτίριο ή χώρος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ή επισκευή αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Το συνεργείο του αυτοκινήτου βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Ο μηχανικός εργάζεται στο συνεργείο κάθε πρωί.
2