1. Λέξη
    συνταξιοδοτούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: συνταξιοδοτικό - συνταξιοδότηση - συνταξιούχος)
  2. Συνώνυμα
    • συνταξιοδοτώ
    • αποσύρομαι
    • παίρνω σύνταξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • εργάζομαι
    • απασχολούμαι
    • δουλεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να παύω να εργάζομαι και να λαμβάνω σύνταξη λόγω ηλικίας ή άλλων κριτηρίων.
    • Να αποχωρώ από την ενεργό εργασία με δικαίωμα σύνταξης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε πριν δύο χρόνια μετά από 35 χρόνια δουλειάς.
    • Μόλις συμπληρώσω τα 67 χρόνια, θα συνταξιοδοτηθώ.
    2