Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνταξιοδοτούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συνταξιοδοτικό
-
συνταξιοδότηση
-
συνταξιούχος
)
Συνώνυμα
συνταξιοδοτώ
αποσύρομαι
παίρνω σύνταξη
3
Αντώνυμα
εργάζομαι
απασχολούμαι
δουλεύω
3
Ορισμός
Να παύω να εργάζομαι και να λαμβάνω σύνταξη λόγω ηλικίας ή άλλων κριτηρίων.
Να αποχωρώ από την ενεργό εργασία με δικαίωμα σύνταξης.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε πριν δύο χρόνια μετά από 35 χρόνια δουλειάς.
Μόλις συμπληρώσω τα 67 χρόνια, θα συνταξιοδοτηθώ.
2