Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνταξιοδότηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνταξιοδοτικό
-
συνταξιούχος
-
συνταξιοδοτούμαι
)
Συνώνυμα
συνταξιοδότηση
σύνταξη
αποχώρηση
3
Αντώνυμα
εργασία
απασχόληση
2
Ορισμός
Η κατάσταση όταν κάποιος σταματά να εργάζεται λόγω ηλικίας και λαμβάνει σύνταξη.
Η περίοδος της ζωής μετά την αποχώρηση από την ενεργό εργασία.
2
Παραδείγματα
Μετά από 40 χρόνια εργασίας, ο Γιάννης πήγε σε συνταξιοδότηση.
Η συνταξιοδότηση είναι μια περίοδος ανάπαυσης και χαλάρωσης.
2