1. Λέξη
    συνταξιοδότηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνταξιοδοτικό - συνταξιούχος - συνταξιοδοτούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • συνταξιοδότηση
    • σύνταξη
    • αποχώρηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • εργασία
    • απασχόληση
    2
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση όταν κάποιος σταματά να εργάζεται λόγω ηλικίας και λαμβάνει σύνταξη.
    • Η περίοδος της ζωής μετά την αποχώρηση από την ενεργό εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από 40 χρόνια εργασίας, ο Γιάννης πήγε σε συνταξιοδότηση.
    • Η συνταξιοδότηση είναι μια περίοδος ανάπαυσης και χαλάρωσης.
    2