1. Λέξη
    συνταξιούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνταξιοδοτικό - συνταξιοδότηση - συνταξιοδοτούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • συνταξιούχος
    • συνταξιούχος άτομο
    • προσωπικό συνταξιοδοτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • εργαζόμενος
    • ασφαλισμένος
    • ενεργός εργαζόμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που λαμβάνει σύνταξη λόγω ηλικίας, αναπηρίας ή άλλων κριτηρίων.
    • Πρόσωπο που έχει συνταξιοδοτηθεί και λαμβάνει τακτική οικονομική αποζημίωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι συνταξιούχος εδώ και πέντε χρόνια.
    • Οι συνταξιούχοι συχνά αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες λόγω χαμηλών συντάξεων.
    2