Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνταξιούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνταξιοδοτικό
-
συνταξιοδότηση
-
συνταξιοδοτούμαι
)
Συνώνυμα
συνταξιούχος
συνταξιούχος άτομο
προσωπικό συνταξιοδοτικό
3
Αντώνυμα
εργαζόμενος
ασφαλισμένος
ενεργός εργαζόμενος
3
Ορισμός
Άτομο που λαμβάνει σύνταξη λόγω ηλικίας, αναπηρίας ή άλλων κριτηρίων.
Πρόσωπο που έχει συνταξιοδοτηθεί και λαμβάνει τακτική οικονομική αποζημίωση.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι συνταξιούχος εδώ και πέντε χρόνια.
Οι συνταξιούχοι συχνά αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες λόγω χαμηλών συντάξεων.
2