Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συστατικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συστατική
-
στατικός
-
συστηματικός
-
περιστατικό
-
στατιστικός
-
συνθηματικό
-
καταστατικό
)
Συνώνυμα
στοιχείο
συνιστώσα
μέρος
3
Αντώνυμα
ολότητα
σύνολο
2
Ορισμός
Κάθε ένα από τα μέρη που αποτελούν ένα σύνολο.
Ουσία ή υλικό που χρησιμοποιείται σε μια σύνθεση ή παρασκευή.
2
Παραδείγματα
Το νερό είναι ένα βασικό συστατικό της ζωής.
Κάθε συστατικό της συνταγής πρέπει να μετρηθεί με ακρίβεια.
2