Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεχίσω
-
συνεχίζομαι
-
συνεχώς
-
συνεχής
-
συνηθίζω
-
συνεχεία
-
σχίζω
-
συντονίζω
)
Συνώνυμα
προχωρώ
εξακολουθώ
συνεχίζω
επαναλαμβάνω
4
Αντώνυμα
σταματώ
διακόπτω
τερματίζω
παύω
4
Ορισμός
Να συνεχίσω να κάνω κάτι χωρίς να σταματήσω.
Να προχωρήσω σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση μετά από μια παύση.
Να παραμείνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Συνεχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου.
Πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
Η ομάδα συνεχίζει να προπονείται για τον επόμενο αγώνα.
3