1. Συνώνυμα
    • προχωρώ
    • εξακολουθώ
    • συνεχίζω
    • επαναλαμβάνω
    4
  2. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • διακόπτω
    • τερματίζω
    • παύω
    4
  3. Ορισμός
    • Να συνεχίσω να κάνω κάτι χωρίς να σταματήσω.
    • Να προχωρήσω σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση μετά από μια παύση.
    • Να παραμείνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Συνεχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου.
    • Πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
    • Η ομάδα συνεχίζει να προπονείται για τον επόμενο αγώνα.
    3