1. Λέξη
    σχολιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σχολικό - σχολική - σχεδιάζω - σχολικός - σχολή)
  2. Συνώνυμα
    • σχολιάρω
    • σχολιάζω
    • κριτικάρω
    • αναλύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • να κάνω σχόλια ή παρατηρήσεις για κάτι
    • να εκφράζω μια γνώμη ή κριτική για ένα θέμα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοσιογράφος σχολίασε τα τελευταία πολιτικά γεγονότα.
    • Ο καθηγητής σχολίασε τις απαντήσεις των μαθητών.
    2