Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σχολικό
-
σχολική
-
σχεδιάζω
-
σχολικός
-
σχολή
)
Συνώνυμα
σχολιάρω
σχολιάζω
κριτικάρω
αναλύω
4
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
να κάνω σχόλια ή παρατηρήσεις για κάτι
να εκφράζω μια γνώμη ή κριτική για ένα θέμα
2
Παραδείγματα
Ο δημοσιογράφος σχολίασε τα τελευταία πολιτικά γεγονότα.
Ο καθηγητής σχολίασε τις απαντήσεις των μαθητών.
2