1. Λέξη
    σχολική (επίθετο) - (παρόμοια: σχολικό - σχολικός - σχολιάζω - σχολή - σχολάω - σχολιαστής)
  2. Συνώνυμα
    • εκπαιδευτική
    • διδακτική
    • μαθητική
    3
  3. Αντώνυμα
    • μη σχολική
    • εκτός σχολείου
    • ανεπίσημη
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με το σχολείο ή την εκπαίδευση
    • που αναφέρεται στη σχολική ζωή ή δραστηριότητα
    • που χαρακτηρίζει τη σχολική περίοδο ή εμπειρία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η σχολική χρονιά ξεκινάει τον Σεπτέμβριο.
    • Οι σχολικές εγκαταστάσεις ήταν πολύ καλές.
    • Η σχολική εργασία του ήταν εξαιρετική.
    3