Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολική (επίθετο) - (παρόμοια:
σχολικό
-
σχολικός
-
σχολιάζω
-
σχολή
-
σχολάω
-
σχολιαστής
)
Συνώνυμα
εκπαιδευτική
διδακτική
μαθητική
3
Αντώνυμα
μη σχολική
εκτός σχολείου
ανεπίσημη
3
Ορισμός
που σχετίζεται με το σχολείο ή την εκπαίδευση
που αναφέρεται στη σχολική ζωή ή δραστηριότητα
που χαρακτηρίζει τη σχολική περίοδο ή εμπειρία
3
Παραδείγματα
Η σχολική χρονιά ξεκινάει τον Σεπτέμβριο.
Οι σχολικές εγκαταστάσεις ήταν πολύ καλές.
Η σχολική εργασία του ήταν εξαιρετική.
3