Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολικό (επίθετο) - (παρόμοια:
σχολικός
-
σχολική
-
σχολιάζω
-
σχολή
-
σχολάω
-
σχολιαστής
)
Συνώνυμα
εκπαιδευτικό
διδακτικό
μαθησιακό
3
Αντώνυμα
αντισχολικό
μη εκπαιδευτικό
2
Ορισμός
Σχετικός με το σχολείο ή την εκπαίδευση.
Που αφορά τη σχολική ζωή ή τη διαδικασία μάθησης.
2
Παραδείγματα
Το σχολικό έτος ξεκινάει τον Σεπτέμβριο.
Οι σχολικές υποχρεώσεις του παιδιού αυξήθηκαν φέτος.
2