1. Λέξη
    σωφρονιστικός (επίθετο) - (παρόμοια: συγκλονιστικός - σεξιστικός - στατιστικός - αγωνιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • διορθωτικός
    • παιδαγωγικός
    • θεραπευτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • απρεπής
    • ακόλαστος
    • ασεβής
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει σχέση με τη διόρθωση ή τη βελτίωση της συμπεριφοράς
    • που αποσκοπεί στη σωφρονισμό ή στην εκπαίδευση
    • που συντελεί στη θεραπεία ή στην αποκατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το σωφρονιστικό σύστημα πρέπει να επικεντρώνεται στην επανένταξη των κρατουμένων.
    • Οι σωφρονιστικές ποινές έχουν ως στόχο την αναμόρφωση του παραβάτη.
    • Η σωφρονιστική θεραπεία βοήθησε τον ασθενή να ανακαλύψει νέους τρόπους συμπεριφοράς.
    3