Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σωφρονιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συγκλονιστικός
-
σεξιστικός
-
στατιστικός
-
αγωνιστικός
)
Συνώνυμα
διορθωτικός
παιδαγωγικός
θεραπευτικός
3
Αντώνυμα
απρεπής
ακόλαστος
ασεβής
3
Ορισμός
που έχει σχέση με τη διόρθωση ή τη βελτίωση της συμπεριφοράς
που αποσκοπεί στη σωφρονισμό ή στην εκπαίδευση
που συντελεί στη θεραπεία ή στην αποκατάσταση
3
Παραδείγματα
Το σωφρονιστικό σύστημα πρέπει να επικεντρώνεται στην επανένταξη των κρατουμένων.
Οι σωφρονιστικές ποινές έχουν ως στόχο την αναμόρφωση του παραβάτη.
Η σωφρονιστική θεραπεία βοήθησε τον ασθενή να ανακαλύψει νέους τρόπους συμπεριφοράς.
3