Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σεξιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
στατιστικός
-
σοκαριστικός
-
οριστικός
-
ολιστικός
-
εθιστικός
-
σπαστικός
-
πειστικός
-
σωφρονιστικός
-
εγωιστικός
-
ναζιστικός
-
λογιστικός
-
χαριστικός
-
συγκλονιστικός
-
αστικός
-
ωστικός
-
σεξουαλικός
-
σαρκαστικός
-
ερεθιστικός
-
βαλλιστικός
-
ρατσιστικός
-
σχολαστικός
-
αγωνιστικός
-
ρεαλιστικός
-
βομβιστικός
-
τουριστικός
)
Συνώνυμα
φυλετικός
μισογύνης
ανδροκρατούμενος
3
Αντώνυμα
ισοτιμικός
φεμινιστικός
αντικειμενικός
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με τη διάκριση ή την προτίμηση ενός φύλου έναντι του άλλου, συνήθως εις βάρος των γυναικών.
Που εκφράζει ή προάγει στερεότυπα και προκαταλήψεις με βάση το φύλο.
2
Παραδείγματα
Ο σεξιστικός σχολιασμός του προκάλεσε αντιδράσεις.
Η διαφήμιση θεωρήθηκε σεξιστική επειδή ενίσχυε τα παραδοσιακά ρόλα των φύλων.
2