Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τακτικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
τακτική
-
τακτικός
-
τρομακτικά
-
πρακτικά
-
τικ-τακ
)
Συνώνυμα
κανονικά
συστηματικά
μεθοδικά
3
Αντώνυμα
ατακτικά
ανοργάνωτα
χαοτικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που ακολουθεί ένα καθορισμένο πρόγραμμα ή ρουτίνα.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα ή με συγκεκριμένη συχνότητα.
Με τρόπο που δείχνει πειθαρχία και οργάνωση.
3
Παραδείγματα
Επισκέπτεται τον γιατρό του τακτικά κάθε μήνα.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να εμφανίζονται τακτικά στη δουλειά τους.
Τακτικά ασκείται για να διατηρεί τη φυσική του κατάσταση.
3