1. Λέξη
    τακτικά (επίρρημα) - (παρόμοια: τακτική - τακτικός - τρομακτικά - πρακτικά - τικ-τακ)
  2. Συνώνυμα
    • κανονικά
    • συστηματικά
    • μεθοδικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατακτικά
    • ανοργάνωτα
    • χαοτικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που ακολουθεί ένα καθορισμένο πρόγραμμα ή ρουτίνα.
    • Σε τακτά χρονικά διαστήματα ή με συγκεκριμένη συχνότητα.
    • Με τρόπο που δείχνει πειθαρχία και οργάνωση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Επισκέπτεται τον γιατρό του τακτικά κάθε μήνα.
    • Οι εργαζόμενοι πρέπει να εμφανίζονται τακτικά στη δουλειά τους.
    • Τακτικά ασκείται για να διατηρεί τη φυσική του κατάσταση.
    3