Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τακτοποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τακτοποιούμε
-
ταυτοποιούμαι
-
τακτοποιώ
-
τακτοποιήσω
-
ειδοποιούμαι
-
ικανοποιούμαι
-
ενεργοποιούμαι
-
τακτοποιημένος
-
τακτοποίηση
-
σταθεροποιούμαι
)
Συνώνυμα
οργανώνομαι
διευθετούμαι
ρυθμίζομαι
3
Αντώνυμα
αποδιοργανώνομαι
χαλαρώνω
απορρυθμίζομαι
3
Ορισμός
να οργανώνομαι με τρόπο συστηματικό και τακτοποιημένο
να βρίσκω μια λύση ή διευθέτηση σε ένα πρόβλημα ή κατάσταση
να ρυθμίζομαι σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες ή προϋποθέσεις
3
Παραδείγματα
Μετά τη μετακόμιση, χρειάστηκε να τακτοποιηθώ στο νέο σπίτι.
Οι υποθέσεις του τακτοποιήθηκαν μετά από πολλές προσπάθειες.
Πρέπει να τακτοποιηθούν οι διαδικασίες πριν ξεκινήσει το έργο.
3