Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αράζω
-
ταράζομαι
-
ταράξω
-
χαράζω
-
ταράτσα
)
Συνώνυμα
αναστατώνω
συγχίζω
θορυβώ
ενοχλώ
4
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
ησυχάζω
3
Ορισμός
Προκαλώ αναστάτωση ή σύγχυση.
Ενοχλώ ή διαταράσσω την ησυχία κάποιου.
Κάνω κάποιον να αισθάνεται αμήχανος ή αμήχανος.
3
Παραδείγματα
Ο θόρυβος από το πάρτι ταράζει τους γείτονες.
Τα νέα ταράζουν την ψυχική του ηρεμία.
Η απροσδόκητη ερώτηση τον τάραξε και δεν μπόρεσε να απαντήσει.
3