1. Λέξη
    ταράζω (ρήμα) - (παρόμοια: αράζω - ταράζομαι - ταράξω - χαράζω - ταράτσα)
  2. Συνώνυμα
    • αναστατώνω
    • συγχίζω
    • θορυβώ
    • ενοχλώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • ησυχάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ αναστάτωση ή σύγχυση.
    • Ενοχλώ ή διαταράσσω την ησυχία κάποιου.
    • Κάνω κάποιον να αισθάνεται αμήχανος ή αμήχανος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο θόρυβος από το πάρτι ταράζει τους γείτονες.
    • Τα νέα ταράζουν την ψυχική του ηρεμία.
    • Η απροσδόκητη ερώτηση τον τάραξε και δεν μπόρεσε να απαντήσει.
    3