1. Λέξη
    χαράζω (ρήμα) - (παρόμοια: χαρά - αράζω - χαρίζω - χαράκι - ταράζω - χαράσσω - χαράδρα)
  2. Συνώνυμα
    • ανατέλλω
    • ξημερώνω
    • ξυπνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • βασιλεύω
    • σκοτεινιάζω
    • κρύβω
    3
  4. Ορισμός
    • Εμφανίζομαι στον ορίζοντα (για τον ήλιο).
    • Αρχίζω να γίνομαι ορατός ή να φαίνομαι.
    • Ξεκινάω μια νέα ημέρα ή περίοδο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος χαράζει πίσω από τα βουνά.
    • Με το που χαράξει, θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
    • Μια νέα εποχή χαράζει για την οικονομία της χώρας.
    3