Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαρά
-
αράζω
-
χαρίζω
-
χαράκι
-
ταράζω
-
χαράσσω
-
χαράδρα
)
Συνώνυμα
ανατέλλω
ξημερώνω
ξυπνώ
3
Αντώνυμα
βασιλεύω
σκοτεινιάζω
κρύβω
3
Ορισμός
Εμφανίζομαι στον ορίζοντα (για τον ήλιο).
Αρχίζω να γίνομαι ορατός ή να φαίνομαι.
Ξεκινάω μια νέα ημέρα ή περίοδο.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος χαράζει πίσω από τα βουνά.
Με το που χαράξει, θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
Μια νέα εποχή χαράζει για την οικονομία της χώρας.
3