Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταράζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ταράζω
-
ταυτίζομαι
-
κουράζομαι
-
μοιράζομαι
-
ξεβράζομαι
-
αγοράζομαι
-
βιάζομαι
-
ξεκουράζομαι
)
Συνώνυμα
αγχώνομαι
αναστατώνομαι
συγκινούμαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
ησυχάζω
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη ανησυχία ή αναστάτωση.
Βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης ή ταραχής.
2
Παραδείγματα
Ταράζομαι όταν σκέφτομαι τις εξετάσεις.
Ταράχτηκε πολύ όταν έμαθε τα νέα.
2