Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τελικά
-
τελειωτικός
-
τεχνικός
-
αγγελικός
-
τελετουργικός
-
υλικός
-
ολικός
)
Συνώνυμα
τελευταίος
οριστικός
αποφασιστικός
3
Αντώνυμα
προκαταρκτικός
προσωρινός
αρχικός
3
Ορισμός
που αποτελεί το τέλος μιας διαδικασίας ή μιας σειράς γεγονότων
που δεν μπορεί να αλλάξει ή να ανατραπεί
που έχει σχέση με την τελική φάση ενός διαγωνισμού ή ενός αγώνα
3
Παραδείγματα
Ο τελικός αγώνας του πρωταθλήματος θα γίνει αύριο.
Η απόφαση του δικαστηρίου είναι τελική και δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης.
Μετά από πολλές συζητήσεις, κατέληξαν σε μια τελική συμφωνία.
3