Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τερματίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
τερματίζω
-
τερματίζομαι
-
τερματικό
-
τερματισμός
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
τελειώνω
σταματώ
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
επιχειρώ
3
Ορισμός
να φέρω κάτι στο τέλος του
να ολοκληρώσω μια διαδικασία ή μια ενέργεια
να βάλω ένα τέλος σε κάτι
3
Παραδείγματα
Θα τερματίσω την εργασία μου πριν το μεσημέρι.
Ο δρομέας τερμάτισε πρώτος στον αγώνα.
Η εταιρεία αποφάσισε να τερματίσει τη συνεργασία με τον προμηθευτή.
3