Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τερματικό (επίθετο) - (παρόμοια:
τερματισμός
-
τερματίσω
-
τερματίζω
-
τερματίζομαι
)
Συνώνυμα
τελικό
οριστικό
αποτελεσματικό
3
Αντώνυμα
προσωρινό
προκαταρκτικό
αρχικό
3
Ορισμός
Αυτό που σηματοδοτεί το τέλος ή το όριο κάτι.
Αυτό που βρίσκεται στο τέλος μιας διαδικασίας ή ακολουθίας.
Αυτό που έχει σχέση με το τελικό στάδιο ή αποτέλεσμα.
3
Παραδείγματα
Το τερματικό στάδιο της ασθένειας είναι πολύ επικίνδυνο.
Η τερματική πράξη της συνθήκης υπογράφηκε χθες.
Το λεωφορείο φτάνει στο τερματικό σταθμό.
3