1. Λέξη
    τερματικό (επίθετο) - (παρόμοια: τερματισμός - τερματίσω - τερματίζω - τερματίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • τελικό
    • οριστικό
    • αποτελεσματικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσωρινό
    • προκαταρκτικό
    • αρχικό
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτό που σηματοδοτεί το τέλος ή το όριο κάτι.
    • Αυτό που βρίσκεται στο τέλος μιας διαδικασίας ή ακολουθίας.
    • Αυτό που έχει σχέση με το τελικό στάδιο ή αποτέλεσμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το τερματικό στάδιο της ασθένειας είναι πολύ επικίνδυνο.
    • Η τερματική πράξη της συνθήκης υπογράφηκε χθες.
    • Το λεωφορείο φτάνει στο τερματικό σταθμό.
    3