Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τερματίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τερματίζω
-
τραυματίζομαι
-
σχηματίζομαι
-
τερματίσω
-
ταυτίζομαι
-
τσαντίζομαι
-
διαδραματίζομαι
-
χτίζομαι
-
τερματικό
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνομαι
καταλήγω
τελειώνω
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
εκκινώ
3
Ορισμός
να φτάνω στο τέλος μιας διαδικασίας ή ενέργειας
να ολοκληρώνομαι, να μην υπάρχει συνέχεια
να παύω να λειτουργώ ή να υπάρχω
3
Παραδείγματα
Το έργο τερματίζεται με επιτυχία μετά από μήνες σκληρής δουλειάς.
Η συνδιάσκεψη τερματίστηκε νωρίς λόγω έλλειψης χρόνου.
Ο διαγωνισμός θα τερματιστεί αύριο με την ανακοίνωση των νικητών.
3