1. Λέξη
    παρορμητικός (επίθετο) - (παρόμοια: παθητικός - παρατηρητικός - παραπλανητικός - ποιητικός - τιμητικός)
  2. Συνώνυμα
    • απρόσεκτος
    • αυθόρμητος
    • απερίσκεπτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσεκτικός
    • συνετός
    • περιποιημένος
    3
  4. Ορισμός
    • που ενεργεί χωρίς σκέψη ή προσοχή
    • που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές και απροετοίμαστες ενέργειες
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παρορμητική απόφασή του οδήγησε σε πολλά προβλήματα.
    • Έχει μια παρορμητική συμπεριφορά που μερικές φορές τον βάζει σε δύσκολες καταστάσεις.
    2