Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρορμητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
παθητικός
-
παρατηρητικός
-
παραπλανητικός
-
ποιητικός
-
τιμητικός
)
Συνώνυμα
απρόσεκτος
αυθόρμητος
απερίσκεπτος
3
Αντώνυμα
προσεκτικός
συνετός
περιποιημένος
3
Ορισμός
που ενεργεί χωρίς σκέψη ή προσοχή
που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές και απροετοίμαστες ενέργειες
2
Παραδείγματα
Η παρορμητική απόφασή του οδήγησε σε πολλά προβλήματα.
Έχει μια παρορμητική συμπεριφορά που μερικές φορές τον βάζει σε δύσκολες καταστάσεις.
2