1. Λέξη
    τιμώ (ρήμα) - (παρόμοια: τιμ - τιμή - τιμάω - τιμώμενος)
  2. Συνώνυμα
    • σεβόμαι
    • εκτιμώ
    • αγαπώ
    • λατρεύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ατιμάζω
    • περιφρονώ
    • καταφρονώ
    • αποδοκιμάζω
    4
  4. Ορισμός
    • Να δείχνω σεβασμό ή εκτίμηση σε κάποιον ή κάτι.
    • Να θεωρώ κάποιον ή κάτι σημαντικό και αξιόλογο.
    • Να πληρώνω ή να αποδίδω φόρο τιμής.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τιμά τους γονείς του και τους μεγαλύτερους.
    • Ο λαός τιμά τους ήρωες που πέθαναν για την πατρίδα.
    • Τιμά τις υποχρεώσεις του με συνέπεια.
    3