Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
στρέφω
-
ανατρέφω
-
τρέφομαι
)
Συνώνυμα
διατροφή
εκτρέφω
θρέφω
βοσκώ
4
Αντώνυμα
λιμοκτονώ
αποκαρτερώ
2
Ορισμός
Παρέχω τροφή σε κάποιον ή κάτι για να ζήσει ή να αναπτυχθεί.
Αναπτύσσω ή ενισχύω μια ικανότητα, ένα συναίσθημα κ.λπ.
Στη γεωμετρία, ενισχύω μια γραμμή ή μια επιφάνεια με πρόσθετο υλικό.
3
Παραδείγματα
Η μητέρα τρέφει το μωρό της με γάλα.
Ο φόβος τρέφεται από την άγνοια.
Ο μηχανικός τρέφει την κατασκευή με επιπλέον υλικά για να την ενισχύσει.
3