Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρέφω
-
επιστρέφω
-
στρέφομαι
-
στρέψω
-
στρέιτ
-
καταστρέφω
-
αντιστρέφω
-
στρέμμα
)
Συνώνυμα
περιστρέφω
γυρίζω
ελίσσω
3
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ακινητοποιώ
2
Ορισμός
Να κινώ κάτι σε κυκλική κίνηση γύρω από έναν άξονα.
Να αλλάζω την κατεύθυνση ή τη θέση ενός αντικειμένου.
Να μεταβάλλω την πορεία ή την τάση μιας κατάστασης.
3
Παραδείγματα
Στρέφω το κλειδί για να ανοίξω την πόρτα.
Ο δάσκαλος στρέφει την προσοχή των μαθητών στο νέο θέμα.
Ο άνεμος στρέφει τα φύλλα των δέντρων.
3