1. Συνώνυμα
    • περιστρέφω
    • γυρίζω
    • ελίσσω
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ακινητοποιώ
    2
  3. Ορισμός
    • Να κινώ κάτι σε κυκλική κίνηση γύρω από έναν άξονα.
    • Να αλλάζω την κατεύθυνση ή τη θέση ενός αντικειμένου.
    • Να μεταβάλλω την πορεία ή την τάση μιας κατάστασης.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Στρέφω το κλειδί για να ανοίξω την πόρτα.
    • Ο δάσκαλος στρέφει την προσοχή των μαθητών στο νέο θέμα.
    • Ο άνεμος στρέφει τα φύλλα των δέντρων.
    3