Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραυματιοφορέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραυματίας
-
τραυματικός
-
τραυματισμός
)
Συνώνυμα
ασθενοφόρο
νοσοκόμος
προσωπικό πρώτων βοηθειών
3
Αντώνυμα
ασθενής
τραυματίας
2
Ορισμός
Πρόσωπο που μεταφέρει τραυματίες ή ασθενείς σε νοσοκομείο ή άλλη ιατρική μονάδα.
Ειδικά εκπαιδευμένο άτομο που παρέχει πρώτες βοήθειες και φροντίζει για την ασφαλή μεταφορά ασθενών ή τραυματιών.
2
Παραδείγματα
Ο τραυματιοφορέας έφτασε γρήγορα στο σημείο του ατυχήματος.
Οι τραυματιοφορείς μετέφεραν τον ασθενή στο νοσοκομείο με όλα τα μέτρα ασφαλείας.
2