1. Λέξη
    τραυματιοφορέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τραυματίας - τραυματικός - τραυματισμός)
  2. Συνώνυμα
    • ασθενοφόρο
    • νοσοκόμος
    • προσωπικό πρώτων βοηθειών
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασθενής
    • τραυματίας
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που μεταφέρει τραυματίες ή ασθενείς σε νοσοκομείο ή άλλη ιατρική μονάδα.
    • Ειδικά εκπαιδευμένο άτομο που παρέχει πρώτες βοήθειες και φροντίζει για την ασφαλή μεταφορά ασθενών ή τραυματιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τραυματιοφορέας έφτασε γρήγορα στο σημείο του ατυχήματος.
    • Οι τραυματιοφορείς μετέφεραν τον ασθενή στο νοσοκομείο με όλα τα μέτρα ασφαλείας.
    2