Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραυματισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραυματικός
-
τραυματισμένος
-
τερματισμός
-
τραυματίζω
-
τραυματίας
-
βηματισμός
-
κλιματισμός
-
σχηματισμός
-
τραυματιοφορέας
)
Συνώνυμα
πληγή
κάκωση
τραύμα
3
Αντώνυμα
θεραπεία
υγεία
ανάρρωση
3
Ορισμός
Η φυσική βλάβη του σώματος που προκαλείται από εξωτερική αιτία.
Η ψυχολογική ή συναισθηματική ζημία που προκαλείται από μια δυσάρεστη εμπειρία.
2
Παραδείγματα
Ο τραυματισμός του ποδοσφαιριστή τον άφησε εκτός αγωνιστικής δράσης για έξι μήνες.
Οι τραυματισμοί από το ατύχημα ήταν σοβαροί και απαιτούσαν άμεση ιατρική φροντίδα.
2