Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραυματίας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραυματίζω
-
τραυματίζομαι
-
τραυματικός
-
τραυματιοφορέας
-
τραυματισμός
-
τραυματισμένος
)
Συνώνυμα
πληγωμένος
τραυματισμένος
2
Αντώνυμα
υγιής
ανέπαφος
2
Ορισμός
Άτομο που έχει υποστεί τραυματισμό ή πληγή.
Άτομο που έχει πάθει σωματική βλάβη λόγω ατυχήματος ή βίας.
2
Παραδείγματα
Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο.
Μετά τη σύγκρουση, οι τραυματίες έλαβαν πρώτες βοήθειες στο σημείο.
2