Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραυματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τραυματισμός
-
μετατραυματικός
-
τραυματίας
-
τραυματίζω
-
τραυματισμένος
-
πνευματικός
-
τραυματιοφορέας
-
τραγικός
-
σωματικός
-
θεματικός
-
τραυματίζομαι
-
τρομοκρατικός
-
σχηματικός
-
αρωματικός
-
κλιματικός
-
δραματικός
-
τραπεζικός
-
στοματικός
-
χρηματικός
-
θεαματικός
)
Συνώνυμα
επιζήμιος
καταστροφικός
οδυνηρός
3
Αντώνυμα
θεραπευτικός
ωφέλιμος
ανακουφιστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί τραύμα ή σωματική βλάβη.
Που προκαλεί ψυχικό πόνο ή συναισθηματική αναστάτωση.
Σχετικός με τραυματισμούς ή τις συνέπειές τους.
3
Παραδείγματα
Ο τραυματικός εγκέφαλος τραύμα απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα.
Η τραυματική εμπειρία της απώλειας άφησε βαθιά ψυχικά τραύματα.
Οι τραυματικές αναμνήσεις από τον πόλεμο τον στοίχειωναν για χρόνια.
3