Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρελάδικο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρελά
-
τρελάρα
-
τρελάνω
)
Συνώνυμα
ψυχιατρείο
τρελοκομείο
μανιακό ίδρυμα
3
Αντώνυμα
νοσοκομείο
κλινική
θεραπευτήριο
3
Ορισμός
Ίδρυμα όπου νοσηλεύονται άτομα με ψυχικές διαταραχές.
Κατ' επέκταση, τόπος που χαρακτηρίζεται από αταξία ή χαώδη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Μετά την κρίση, τον έστειλαν στο τρελάδικο.
Αυτό το πάρτι είναι σαν τρελάδικο, όλοι φωνάζουν και χορεύουν τρελά!
2