1. Λέξη
    τρελάνω (ρήμα) - (παρόμοια: τρελά - τρελάνεις - τρελάρα - τρελαίνω - τρελή - τρελάδικο - τρελός)
  2. Συνώνυμα
    • ζαλίζω
    • συγχίζω
    • μπερδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθησυχάζω
    • ξεκαθαρίζω
    • εξηγώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να χάσει την ψυχραιμία του ή την ισορροπία του.
    • Προκαλώ σύγχυση ή δυσκολία στην κατανόηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πολλές πληροφορίες με τρέλαναν και δεν μπορούσα να αποφασίσω.
    • Η πολυπλοκότητα του προβλήματος τρέλανε όλους τους μαθητές.
    2