1. Λέξη
    τρελάρα (επίθετο) - (παρόμοια: τρελά - τρελάνω - τρελή - τρελάδικο - τρελάνεις - τρελός)
  2. Συνώνυμα
    • τρελή
    • παλαβή
    • τρελούτσικη
    • ξεστρατισμένη
    4
  3. Αντώνυμα
    • λογική
    • συνετή
    • ορθολογική
    • σωστή
    4
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής ή υπερβολική συμπεριφορά
    • που δείχνει έντονο ενθουσιασμό ή παράνομη συμπεριφορά
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή η τρελάρα ιδέα μπορεί να μας βγάλει από το πρόβλημα!
    • Η τρελάρα συμπεριφορά της έκανε όλους να γελούν.
    2