Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρελά (επίθετο) - (παρόμοια:
τρελάρα
-
τρελάνω
-
τρελή
-
τρελάδικο
-
τρελάνεις
-
τρελός
-
τρελαθώ
-
τρελαίνω
)
Συνώνυμα
τρελός
παράφρονας
μανιακός
3
Αντώνυμα
φυσιολογικός
λογικός
σώφρων
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από ψυχική διαταραχή ή έλλειψη λογικής.
Που δείχνει έντονη συναισθηματική έξαρση ή ενθουσιασμό.
2
Παραδείγματα
Ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, μιλάει μόνος του.
Τρελά πήδηξε από χαρά όταν άκουσε τα νέα.
2