1. Λέξη
    τρελάνεις (ρήμα) - (παρόμοια: τρελάνω - τρεις - τρελά - τρελάρα)
  2. Συνώνυμα
    • τρελαίνεις
    • εκνευρίζεις
    • ενοχλείς
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμείς
    • καθησυχάζεις
    2
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή ανησυχία.
    • Κάνω κάποιον να χάσει την ψυχραιμία του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Με τρελάνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις!
    • Ο θόρυβος από το ραδιόφωνο με τρελάνει.
    2