Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρελάνεις (ρήμα) - (παρόμοια:
τρελάνω
-
τρεις
-
τρελά
-
τρελάρα
)
Συνώνυμα
τρελαίνεις
εκνευρίζεις
ενοχλείς
3
Αντώνυμα
ηρεμείς
καθησυχάζεις
2
Ορισμός
Προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή ανησυχία.
Κάνω κάποιον να χάσει την ψυχραιμία του.
2
Παραδείγματα
Με τρελάνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις!
Ο θόρυβος από το ραδιόφωνο με τρελάνει.
2