1. Λέξη
    τρελαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: τρελαίνομαι - τρελάνω - τρελαθώ - τρελή - τρελά)
  2. Συνώνυμα
    • παραφρονώ
    • ξεμυαλίζω
    • τρεμομανώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να χάσει την ψυχική του ισορροπία.
    • Προκαλώ έντονη συναισθηματική αναστάτωση ή έκπληξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνεχής πίεση από τη δουλειά τον τρέλαινε.
    • Η έκπληξη που της έκανε την τρέλανε από τη χαρά.
    2