Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρελαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρελαίνομαι
-
τρελάνω
-
τρελαθώ
-
τρελή
-
τρελά
)
Συνώνυμα
παραφρονώ
ξεμυαλίζω
τρεμομανώ
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να χάσει την ψυχική του ισορροπία.
Προκαλώ έντονη συναισθηματική αναστάτωση ή έκπληξη.
2
Παραδείγματα
Η συνεχής πίεση από τη δουλειά τον τρέλαινε.
Η έκπληξη που της έκανε την τρέλανε από τη χαρά.
2