1. Λέξη
    τρελή (επίθετο) - (παρόμοια: τρελά - τρελός - τρελάνω - τρελάρα - τρελαθώ - τρελαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • παράφρων
    • μανιακός
    • ξεστρατσμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • λογικός
    • σώφρων
    • υγιής
    3
  4. Ορισμός
    • που πάσχει από διανοητική διαταραχή ή παρεκτροπή
    • που χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική έξαρση ή ασυνέπεια
    • (μεταφορικά) που είναι πολύ έντονο, ασυνήθιστο ή εκκεντρικό
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η τρελή γυναίκα φώναζε στους δρόμους χωρίς λόγο.
    • Έκανε μια τρελή κίνηση που δεν την περίμενε κανείς.
    • Είχε μια τρελή ιδέα για το πάρτι.
    3