Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταυτοποίηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τακτοποίηση
-
ταυτοποιώ
-
τροποποίηση
-
ταυτοποιήσω
-
πιστοποίηση
-
ταυτοποιούμαι
-
ποίηση
-
κακοποίηση
)
Συνώνυμα
ταύτιση
αναγνώριση
ταυτοποίηση
ταυτοφυλία
4
Αντώνυμα
αποξένωση
απομάκρυνση
διαφοροποίηση
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αναγνώρισης κάποιου ή κάτι ως ίδιο ή συγγενές.
Η ψυχολογική διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο συνειδητά ή ασυνείδητα ταυτίζεται με ένα άλλο άτομο ή ομάδα.
2
Παραδείγματα
Η ταυτοποίηση του ύποπτου έγινε μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Η ταυτοποίηση του παιδιού με τον ήρωα της ταινίας ήταν εμφανής.
2