1. Λέξη
    τσακίζω (ρήμα) - (παρόμοια: τσακίζομαι - τσακ - τσαντίζω)
  2. Συνώνυμα
    • συντρίβω
    • θρυμματίζω
    • συνθλίβω
    • συντελώ σε καταστροφή
    4
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • ανακαινίζω
    • συντηρώ
    • διατηρώ
    4
  4. Ορισμός
    • Να καταστρέφω κάτι με βίαιη πίεση ή κρούση, προκαλώντας του σοβαρή φθορά.
    • Να προκαλώ μεγάλη οικονομική ή ηθική ζημιά σε κάποιον.
    • Να καταστρέφω τα σχέδια ή τις προσπάθειες κάποιου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν τόσο κακός που τσάκισε τα ελαστικά του αυτοκινήτου.
    • Η οικονομική κρίση τσάκισε πολλές μικρές επιχειρήσεις.
    • Η απόρριψή του από το πανεπιστήμιο τον τσάκισε ψυχολογικά.
    3