Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τσακίζομαι
-
τσακ
-
τσαντίζω
)
Συνώνυμα
συντρίβω
θρυμματίζω
συνθλίβω
συντελώ σε καταστροφή
4
Αντώνυμα
επισκευάζω
ανακαινίζω
συντηρώ
διατηρώ
4
Ορισμός
Να καταστρέφω κάτι με βίαιη πίεση ή κρούση, προκαλώντας του σοβαρή φθορά.
Να προκαλώ μεγάλη οικονομική ή ηθική ζημιά σε κάποιον.
Να καταστρέφω τα σχέδια ή τις προσπάθειες κάποιου.
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν τόσο κακός που τσάκισε τα ελαστικά του αυτοκινήτου.
Η οικονομική κρίση τσάκισε πολλές μικρές επιχειρήσεις.
Η απόρριψή του από το πανεπιστήμιο τον τσάκισε ψυχολογικά.
3