1. Συνώνυμα
    • συντρίβομαι
    • θρυμματίζομαι
    • συνθλίβομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • διατηρούμαι
    • προστατεύομαι
    • διασώζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • 1. Υφίσταμαι σωματική ή ψυχική καταπίεση ή βία.
    • 2. Υποβάλλομαι σε μεγάλη πίεση ή στρες, με αποτέλεσμα να νιώθω καταπονημένος.
    • 3. Συντρίβομαι ή θρυμματίζομαι υπό την επίδραση εξωτερικής δύναμης.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μετά το ατύχημα, τσακίστηκε το αμάξι του.
    • Αισθάνθηκα ότι τσακίστηκα ψυχολογικά μετά τη δύσκολη συζήτηση.
    • Τα κουτιά τσακίστηκαν κατά τη μεταφορά τους.
    3