Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τσαντίζομαι
-
τσακώνομαι
-
τσακίζω
-
μαλακίζομαι
-
σκίζομαι
-
ορκίζομαι
-
ταυτίζομαι
)
Συνώνυμα
συντρίβομαι
θρυμματίζομαι
συνθλίβομαι
3
Αντώνυμα
διατηρούμαι
προστατεύομαι
διασώζομαι
3
Ορισμός
1. Υφίσταμαι σωματική ή ψυχική καταπίεση ή βία.
2. Υποβάλλομαι σε μεγάλη πίεση ή στρες, με αποτέλεσμα να νιώθω καταπονημένος.
3. Συντρίβομαι ή θρυμματίζομαι υπό την επίδραση εξωτερικής δύναμης.
3
Παραδείγματα
Μετά το ατύχημα, τσακίστηκε το αμάξι του.
Αισθάνθηκα ότι τσακίστηκα ψυχολογικά μετά τη δύσκολη συζήτηση.
Τα κουτιά τσακίστηκαν κατά τη μεταφορά τους.
3