Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
τσακώνομαι
-
τσακώσω
-
τσακ
)
Συνώνυμα
συντρίβω
θρυμματίζω
σπάω
3
Αντώνυμα
επισκευάζω
συγκολλώ
ενώνω
3
Ορισμός
Να καταστρέφω κάτι με βίαιη κίνηση, συνήθως προκαλώντας τη θραύση του σε κομμάτια.
Να νικώ κάποιον σε μάχη ή αντιπαράθεση με ισχυρό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Όταν έμαθε τα νέα, τσάκωσε το ποτήρι στο πάτωμα.
Η ομάδα μας τσάκωσε τους αντιπάλους με σκορ 5-0.
2