Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
τσακώνω
-
τσακ
-
τσακώνομαι
)
Συνώνυμα
συγκρούω
μαλώνω
ερίζω
3
Αντώνυμα
συμφωνώ
συνεργάζομαι
ηρεμώ
3
Ορισμός
Να έρχομαι σε φυσική σύγκρουση με κάποιον ή κάτι.
Να έχω έντονη λεκτική αντιπαράθεση με κάποιον.
2
Παραδείγματα
Οι δύο φίλοι τσακώθηκαν για ένα μικρό ζήτημα.
Προσπάθησε να μην τσακωθείς με τον αδερφό σου.
2