1. Λέξη
    τσακώσω (ρήμα) - (παρόμοια: τσακώνω - τσακ - τσακώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συγκρούω
    • μαλώνω
    • ερίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμφωνώ
    • συνεργάζομαι
    • ηρεμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έρχομαι σε φυσική σύγκρουση με κάποιον ή κάτι.
    • Να έχω έντονη λεκτική αντιπαράθεση με κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο φίλοι τσακώθηκαν για ένα μικρό ζήτημα.
    • Προσπάθησε να μην τσακωθείς με τον αδερφό σου.
    2