1. Συνώνυμα
    • μαλώνω
    • παλεύω
    • συγκρούομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • συμφωνώ
    • συνεργάζομαι
    • ηρεμώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να έρχομαι σε φυσική σύγκρουση με κάποιον.
    • Να έχω έντονη λεκτική διαμάχη με κάποιον.
    • Να αγωνίζομαι ή να πασχίζω για κάτι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι δύο άντρες τσακώθηκαν έξω από το μπαρ.
    • Τσακωθήκαμε για ένα μικρό θέμα και δεν μιλάμε μέρες.
    • Τσακώνομαι κάθε μέρα με την εργασία μου για να τα βγάλω πέρα.
    3