Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πλακώνομαι
-
τσακίζομαι
-
τσακώνω
-
σηκώνομαι
-
δαγκώνομαι
-
τυφλώνομαι
-
τσακώσω
-
χώνομαι
-
ξεσηκώνομαι
-
τσαντίζομαι
)
Συνώνυμα
μαλώνω
παλεύω
συγκρούομαι
3
Αντώνυμα
συμφωνώ
συνεργάζομαι
ηρεμώ
3
Ορισμός
Να έρχομαι σε φυσική σύγκρουση με κάποιον.
Να έχω έντονη λεκτική διαμάχη με κάποιον.
Να αγωνίζομαι ή να πασχίζω για κάτι.
3
Παραδείγματα
Οι δύο άντρες τσακώθηκαν έξω από το μπαρ.
Τσακωθήκαμε για ένα μικρό θέμα και δεν μιλάμε μέρες.
Τσακώνομαι κάθε μέρα με την εργασία μου για να τα βγάλω πέρα.
3