Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοποθετήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
τοποθετήσουμε
-
τοποθετώ
-
τοποθετούμαι
-
τοποθετημένο
-
υιοθετήσω
-
τοποθεσία
)
Συνώνυμα
εγκαταστήσω
τοποθετήσω
βάλω
3
Αντώνυμα
αφαιρέσω
απομακρύνω
βγάλω
3
Ορισμός
να βάλω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση
να εγκαταστήσω ή να τοποθετήσω κάτι με σκοπό τη χρήση ή τη λειτουργία του
2
Παραδείγματα
Θα τοποθετήσω το βιβλίο πάνω στο ράφι.
Πρέπει να τοποθετήσουμε τις κάμερες ασφαλείας στην είσοδο.
2