1. Λέξη
    τοποθετημένο (επίθετο) - (παρόμοια: τοποθετώ - τοποθετήσω - τοποθετούμαι - υιοθετημένος - τοποθεσία)
  2. Συνώνυμα
    • τοποθετημένος
    • τοποθετημένη
    • τοποθετημένο
    • τοποθετημένοι
    • τοποθετημένες
    • τοποθετημένα
    6
  3. Αντώνυμα
    • ατοποθετημένος
    • ατοποθετημένη
    • ατοποθετημένο
    • ατοποθετημένοι
    • ατοποθετημένες
    • ατοποθετημένα
    6
  4. Ορισμός
    • που έχει τοποθετηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση
    • που έχει καταχωριστεί ή εγγραφεί σε ένα σύστημα ή βάση δεδομένων
    • που έχει ανατεθεί σε μια συγκεκριμένη θέση ή ρόλο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ράφι είναι ήδη τοποθετημένο στον τοίχο.
    • Οι πληροφορίες σας έχουν τοποθετηθεί στη βάση δεδομένων.
    • Ο νέος υπάλληλος έχει τοποθετηθεί στο τμήμα πωλήσεων.
    3