Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοποθετημένο (επίθετο) - (παρόμοια:
τοποθετώ
-
τοποθετήσω
-
τοποθετούμαι
-
υιοθετημένος
-
τοποθεσία
)
Συνώνυμα
τοποθετημένος
τοποθετημένη
τοποθετημένο
τοποθετημένοι
τοποθετημένες
τοποθετημένα
6
Αντώνυμα
ατοποθετημένος
ατοποθετημένη
ατοποθετημένο
ατοποθετημένοι
ατοποθετημένες
ατοποθετημένα
6
Ορισμός
που έχει τοποθετηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση
που έχει καταχωριστεί ή εγγραφεί σε ένα σύστημα ή βάση δεδομένων
που έχει ανατεθεί σε μια συγκεκριμένη θέση ή ρόλο
3
Παραδείγματα
Το ράφι είναι ήδη τοποθετημένο στον τοίχο.
Οι πληροφορίες σας έχουν τοποθετηθεί στη βάση δεδομένων.
Ο νέος υπάλληλος έχει τοποθετηθεί στο τμήμα πωλήσεων.
3