Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπογεγραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καταγεγραμμένος
-
γραμμένος
-
στραμμένος
)
Συνώνυμα
υπογεγραμμένος
υπογεγραμμένη
υπογεγραμμένο
3
Αντώνυμα
ανυπογεγραμμένος
ανυπογεγραμμένη
ανυπογεγραμμένο
3
Ορισμός
που έχει υπογραφεί από το κατάλληλο πρόσωπο ή αρχή
που έχει επικυρωθεί ή εγκριθεί με επίσημη υπογραφή
2
Παραδείγματα
Το έγγραφο είναι υπογεγραμμένο από τον διευθυντή.
Η σύμβαση είναι υπογεγραμμένη και από τις δύο πλευρές.
2