1. Συνώνυμα
    • γυρισμένος
    • περιστραμμένος
    • αναστραμμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ίσιος
    • ευθύς
    • αστράφτων
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει αλλάξει κατεύθυνση ή θέση.
    • Που έχει μεταβληθεί ή έχει αλλάξει κατάσταση.
    • Που έχει στραφεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος είναι στραμμένος προς τα δεξιά.
    • Η γνώμη του άλλαξε και τώρα είναι στραμμένος κατά της ιδέας.
    • Το πανί είναι στραμμένο ανάποδα.
    3