Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στριμμένος
-
διεστραμμένος
-
κατεστραμμένος
-
γραμμένος
-
θαμμένος
-
στημένος
-
βαμμένος
-
αναμμένος
-
βλαμμένος
-
ξαναμμένος
-
υπογεγραμμένος
-
στρεσαρισμένος
-
σταυρωμένος
)
Συνώνυμα
γυρισμένος
περιστραμμένος
αναστραμμένος
3
Αντώνυμα
ίσιος
ευθύς
αστράφτων
3
Ορισμός
Που έχει αλλάξει κατεύθυνση ή θέση.
Που έχει μεταβληθεί ή έχει αλλάξει κατάσταση.
Που έχει στραφεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος είναι στραμμένος προς τα δεξιά.
Η γνώμη του άλλαξε και τώρα είναι στραμμένος κατά της ιδέας.
Το πανί είναι στραμμένο ανάποδα.
3